βαρυαχής

English (LSJ)

βαρυαχές, Dor. for
A βαρυηχής, ταῦροι bellowing, B.15.18; Ὠκεανός, βρονταί, Ar.Nu.278, Av. 1750; μέλισσαι Lyr.Alex.Adesp.7.15.
II awakening sore lament, S.OC1561, Sch. (al. βαρυαχεῖ).

Spanish (DGE)

(βᾰρῠαχής) v. βαρυηχής.

German (Pape)

[Seite 433] ές, dor. = βαρυηχής, Soph. O. C. 1557; Ar. Nub. 279 Av. 1746.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très douloureux.
Étymologie: βαρύς, ἄχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυαχής -ές βαρύς, ἄχος zeer pijnlijk.

Russian (Dvoretsky)

βαρυᾱχής: дор. Arph. = βαρυηχής.
βαρυᾰχής: мучительный, тяжелый Soph.

Middle Liddell

ἄχος
heavy with woe, Soph.

Greek Monolingual

βλ. βαρυηχής.

Greek Monotonic

βᾰρῠᾰχής: -ές (ἄχος), γεμάτος θλίψη, στεναγμούς, σε Σοφ.
• βᾰρῠᾱχής: -ές, Δωρ. αντί βαρυηχής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυαχής: -ές, ὁ πλήρης θλίψεως, στεναγμῶν, (πρβλ. δυσᾰχής) Σοφ. Ο. Κ. 1561.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυᾱχής Dor. voor βαρυηχής.