βαρυηχής
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
βαρυηχές, deep-voiced, ταῖς φωναῖς D.S.5.31, cf. Opp.H.4.317; deep-roaring, θάλασσα Orph.Fr.168.28; θόρυβος LXX 3 Ma.5.48.
Spanish (DGE)
(βᾰρυηχής) -ές
• Alolema(s): βαρυηαχής B.16.18, Ar.Au.1750, Lyr.Alex.Adesp.7.15
1 que emite ruido o sonido grave ταῦροι B.l.c., Ὠκεανός Ar.l.c., cf. Orph.Fr.168.28, αὔρη GDRK 60.2.16
•retumbante de voces, D.S.5.31, αὐδή Opp.H.4.317, θόρυβος LXX 3Ma.5.48.
2 que provoca graves lamentos S.OC 1560, cf. Sch.ad loc.
German (Pape)
[Seite 434] ές, schwer, d. i. laut rauschend, tosend, αὐδή Opp. H. 4, 317; Qu. Sm. 4, 60 u. A.; in Prosa, D. Sic. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui produit un bruit fort ou retentissant.
Étymologie: βαρύς, ἦχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυηχής -ές, Dor. βαρυᾱχής βαρύς, ἦχος zwaar klinkend, brullend; van stieren; Bacchyl.; van de oceaan. Aristoph. Av. 1750.
Russian (Dvoretsky)
βαρυηχής: дор. βαρυᾱχής 2
1 глухо грохочущий (Ὠκεανός Arph.);
2 низко звучащий, низкий, грубый (φωναί Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυηχής: -ές, ὁ βαρέως ἤ βαθέως ἠχῶν, Διόδ. 5. 31, Ὀππ. Ἁλ. 4. 317, κτλ.· - ὡσαύτως, - ήχητος, ον, Ἰω. Δαμασκ. · καὶ ἐν Α. Β. 225 βαρύ-ηχος, ον· ἐν τῷ ὑπερθ. -ηχότατος Ἀγαθ. 294. 8.
Greek Monolingual
βαρυηχής (-οῦς), -ές, (AM) και βαρυαχής, -ές δωρ. τ. (Α)
αυτός που ηχεί βαριά.
Middle Liddell
deep-voiced, Ar.