мучительный

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Russian > Greek

χειμέριος, ἀτερπής, ἐπώδυνος, ἀλγεινός, δίπονος, πολύπικρος, ἄθλιος, ἀέθλιος, πολυπενθής, ἐπισμυγερός, θυμοφθόρος, ἄγριος, δυσηλεγής, λυγρός, πολυκηδής, διώδυνος, δυσώδινος, πρόπονος, ὠμοδακής, πολύπονος, ἰσχυρός, τρυσάνωρ, αἰανής, δαΐκτωρ, βουλιμία, μακρόπονος, δυήπαθος, ἀχθεινός, περιώδυνος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, βαρυαλγής, ἀβίωτος, δύσκολος, ἀστεργής, λυπηρός, μογερός, πικρός, ὀξύς, δυσβίοτος, προσάντης, δυσκηδής, ὀδυνηρός, ὀδυναρός, πολυώδυνος, διαλγής, αἴθων, ονος, καρτερός, στερρός, θερμός, καματώδης, δυσύποιστος, δυσπέρατος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἐπίπονος, λυπρός, βαρύμοχθος, δύσζωος, καματηρός, δύσλοφος, ἔγκοπος, βίαιος, τραχύς, τρηχύς, δυστάλας, ἀδινός, χαλεπός