βαρύοδμος
English (LSJ)
βαρύοδμον, of oppressive smell, with an unpleasant odour, Nic.Th.51, cf.Aret.CA1.6.
Spanish (DGE)
(βᾰρύοδμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de olor fuerte, de olor penetrante ὕλη Aret.CA 1.6.5, cf. Nic.Th.51
•pestilente, fétido ἐν τοῖς βαρυόδμοις βαράθροις Gal.4.496.
German (Pape)
[Seite 434] von widrigem Geruch, von betäubendem Geruch, Nic. Th. 51. 64; s. βαρύοσμος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύοδμος: -ον, ὁ ἔχων βαρεῖαν ὀσμήν, Νίκ. Θ. 51· πρβλ. βαρύοσμος.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande