ο1. ο αχθοφόρος2. χυδαίος, πρόστυχος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μτχ.) βαστάζων του ρ. βαστάζω (πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, διάκος < διάκων, δράκος < δράκων, χάρος < χάρων κ.ά.)].