βαυκαλώ

Greek Monolingual

βαυκαλῶ (-άω) (Α)
1. βαυκαλίζω
2. κραυγάζω
3. φροντίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ- + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ' άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω είναι παράγωγα του βαύκαλος, που μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό, ενώ σύμφωνα με μία τρίτη υπόθεση το βαύκαλος προήλθε από το βαυκαλώ με υποχωρητικό σχηματισμό (βλ. και βαυκός)].