κηλώ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
(I)
κηλῶ, κηλέω (Α)
1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ.
β. «κηλούμενος παρὰ ταῖς Σειρῆσιν», Αριστοτ.)
2. παθ. κηλοῦμαι, κηλέομαι
προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», Πλάτ.
β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kēl- «εξαπατώ, κολακεύω» και συνδέεται με γοτθ. (af)hōlōn «συκοφαντώ», αγγλοσαξ. hōlian, αρχ. άνω γερμ. huolen «απατώ», αγγλοσαξ. hōl «συκοφαντία, λατ. calvor «απαντώ», calumnia «συκοφαντία». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. κέλαδος, καλεῖν, κόλαξ. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. šalitb αυθαδιάζω» και τσεχ. šaliti «εξαπατώ».
ΠΑΡ. αρχ. κηλέστης, κηληδόνες, κηληθμός, κήληθρον, κήλημα, κήλησις, κηλήτειρα, κηλητήριος, κηλητής, κήλητρον, κηλητικός, κηλήτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκκηλέω, κατακηλέω, υπερκηλέω].
(II)
κηλῶ, κηλόω (Α, Μ κηλώνω) κήλη
μσν.
1. απαλλάσσω
2. παθ. κηλώνομαι-παθαίνω κήλη
αρχ.
ενεργώ άμβλωση.
(III)
κηλῶ, κηλόω (Α)
δ. τ. του κηλώ, κηλέω (I).