η
1. το βράδι
2. η νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βραδεία του επιθ. βραδύς, όπως και άλλα αρχ. επίθετα σε -ύς, -εία, -ύ, μετασχηματίστηκε στους μτγν. και βυζαντινούς χρόνους σε βραδέα, από το οποίο προήλθε με συνίζηση ο τ. βραδιά (πρβλ. βαρεία, βαρέα, βαριά)].