βρόντος
Greek Monolingual
ο
1. βροντή
2. ισχυρός κρότος ή θόρυβος
3. δυνατό χτύπημα, ράπισμα
4. φρ. α) «μιλάει στον βρόντο», «πήγαν στον βρόντο», «πήγαν του βρόντου» — μάταια, ανώφελα
β) «από κλότσο σε βρόντο» — για κάποιον που υφίσταται διαρκή κακομεταχείριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντώ (υποχωρητικός σχηματισμός). Η νεοελλ. φρ. «στον βρόντο»προήλθε από την τακτική των πολεμιστών να πυροβολούν προς την κατεύθυνση από την οποία ακουγόταν ο πυροβολισμός όταν δεν ήταν δυνατόν να εντοπίσουν τον εχθρό. Η βολή όμως αυτή συχνά δεν έβρισκε τον στόχο, γι' αυτό και η φρ. «στον βρόντο» κατέληξε να σημαίνει «μάταια, ανώφελα»].