βόλτα
Greek Monolingual
η
1. στροφή, γύρος
2. σύντομος περίπατος επαναλαμβανόμενος κανονικά από το ένα άκρο κάποιου χώρου στο άλλο
3. αλλαγή πορείας πλοίου προς την αντίθετη κατεύθυνση
4. η διαδρομή πλοίου που πλαγιοδρομεί για να μπει στο λιμάνι
5. γρήγορος χορός σε απλό τριπλό χρόνο
6. πλήρης στροφή σχοινιού γύρω από ένα αντικείμενο
7. φρ. α) «παίρνω την κάτω βόλτα» — χειροτερεύω
β) «τα φέρνω βόλτα» — κατορθώνω να εξοικονομώ τα προς το ζην
γ) «μου τα φέρνει βόλτα» — προσπαθεί με υπεκφυγές να αποφύγει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. volta «στροφή, φορά, σειρά, τάξη»].