γεωμετρέω
English (LSJ)
prop.,
A measure, survey land, BGU12.27 (ii A. D.):—but usu., practise or profess geometry, Pl.Tht.162e, Men.85e, Arist. Rh.1406b30.
II generally, measure, c. acc., τὸν ἀέρα Ar.Av.995; τὰ ἐπίπεδα Pl.Tht.173e, cf. X.Smp.6.8, BGU12.27 (ii A. D.), Luc. Icar.21 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 medir τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα Pl.Tht.173e, τὸν ἀέρα Ar.Au.995, cf. X.Smp.6.8, Luc.Icar.21, Ner.4, esp. ref. a tierras cultivables τὴν ἐν Ταπεπτιὰ γῆν PCair.Zen.188.2 (III a.C.), τὴν τῶν πρεζβύτων (sic) γῆν PLugd.Bat.20.38.2 (III a.C.), τὴν σησαμῖτιν καὶ τὴν ξυλῖτιν PSI 502.28 (III a.C.), πάντας τοὺς ... κλήρους SB 5942.2 (III a.C.), en v. pas. τὰ ἄβροχα καὶ τὰ ἄσπορα POxy.1842.5 (VI d.C.)
•abs. medir la tierra, actuar de agrimensor, BGU 12.27 (II d.C.).
2 practicar o conocer la geometría ἢ δεδίδαχέν τις τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, cf. Tht.162e, εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳ Arist.Rh.1406b30, οἱ γεωμετροῦντες Plu.2.52d, ἀπεφήνατ' ἀεὶ γ. τὸν θεόν Plu.2.718c
•en v. pas. τὰ γεωμετρούμενα descripciones geométricas Archim.Quadr.proem., Hero Def.136.51, Geom.2, 3.
German (Pape)
[Seite 488] die Erde, Land vermessen, ein Geometer sein, übh. ausmessen, τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. bei Plat. Theaet. 173 e; vgl. Men. 85 e. Xen. Conv. 6, 8; Pol. 9, 20 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
γεωμετρῶ :
f. γεωμετρήσω;
mesurer la terre, être arpenteur ou géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεωμετρέω γεωμέτρης zich bezighouden met geometrie; uitbr. opmeten.
Russian (Dvoretsky)
γεωμετρέω:
1 мерить землю, заниматься геометрией Plat., Arst., Plut.;
2 измерять, точно размеривать (τὰ τῆς γᾰς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. ap. Plat.; πόδας Xen.): δεήσει τοὺς βουλομένους εὐστοχεῖν γεγεωμετρηκέναι Polyb. тем, кто хочет попадать в цель, нужно овладеть искусством расчета.
Greek Monotonic
γεωμετρέω: μέλ. -ήσω,
I. μετρώ τη γη, εξασκώ ή διδάσκω γεωμετρία, σε Πλάτ.
II. μετρώ, καταμετρώ, με αιτ., σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμετρέω: μετρῶ, τὴν γῆν, εἶμαι γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 162Ε, Μένωνι 85Ε, Ἀριστ., κ. ἀλλ. ΙΙ. μετρῶ, καταμετρῶ· μ. αἰτ., τὰ ἐπίπεδα παρὰ Πλάτ. Θεαιτ. 173Ε· πόδας Ξεν. Συμπ. 6, 8.
Middle Liddell
[from γεωμέτρης
I. to measure the earth, to practise or profess geometry, Plat.
II. to measure, c. acc., Xen.