γληνός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. λαμπερός
2. γυαλιστερός
3. τρυφερός, απαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με τα γλήνη, γλήνος βλ. λ.].

Mantoulidis Etymological

(=ἀξιοθέατος). Ἀπό τό γλήνη.