γραμματέας

Greek Monolingual

και γραμματεύς, ο, η (AM γραμματεύς) γράμμα
δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ο οποίος εκτελεί γραφική υπηρεσία ή είναι υπεύθυνος για την τήρηση τών πρακτικών ή τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας
νεοελλ.
φρ. «Γενικός Γραμματέας» — αξιωματούχος υπουργείου, επιτροπής, κόμματος, ομοσπονδίας κ.λπ. ο οποίος ασκεί εξουσίες σύμφωνα με κανονιστικό διάταγμα ή καταστατικό
αρχ.
1. ονομασία για διάφορους αξιωματούχους και κρατικούς λειτουργούς
2. ταριχευτής στην αρχαία Αίγυπτο
3. Εβραίος νομοδιδάσκαλος
4. μαθητής.