γῆθος

English (LSJ)

εος, τό, = γηθοσύνη (joy, delight), Epicur. Fr. 423, Plu. Ages. 29, Luc. Am. 9, etc.

Spanish (DGE)

-εος, τό
alegría, gozo ἀνυπέρβλητον Epicur.Fr.[226], βέβαιον Plu.2.101b, πολύ Orph.H.45.7, cf. Plu.2.477d, 786d, Luc.Am.9, Them.Or.19.231b, Hsch.

German (Pape)

[Seite 489] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
joie.
Étymologie: cf. γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γῆθος -εος, contr. -ους, τό [~ γηθέω blijdschap.

Russian (Dvoretsky)

γῆθος: εος τό Plut., Luc. = γηθοσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

γῆθος: -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ.

Greek Monolingual

γῆθος, το (Α)
γηθοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής, πολυγηθής, φιλογᾱθής)].

Greek Monotonic

γῆθος: -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.