δίμοιρος
English (LSJ)
δίμοιρον,
A two-thirds, especially in neut., δίμοιρον, τό, A.Supp.1070 (lyr.), Euc.1.3, BGU661.22 (i A. D.), Nicom.Harm.10, etc.; διμοίρου ὀρθῆς ἐστιν ἡ γωνία the angle measures two-thirds of a right angle, Papp.178.23; δ. σπιθαμῆς Hero *Mens.60.14, cf. Gp.8.36.3.
2 half a drachma, Pl.Ax. 366c: at Rome, half a libra, Plu.CG17.
II in A.Th.850 (lyr.), Herm. restored δίμορα τέλεα (for δίμοιρα τέλεια) metri gr.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1que recibe doble ración de comida, Thphr.Char.30.4.
2 en pap. siempre en la expr. δ. μέρος dos tercios, dos terceras partes, PUps.Frid.1.14 (I d.C.), POxy.716.20 (II d.C.), op. τὸ λοιπὸν τρίτον BGU 1844.9 (I a.C.), op. τὸ τρίτον μέρος BGU 661.22 (II d.C.), μέρος δ. οἰκίας PFam.Teb.29.44 (II d.C.), οἰκοπέδων PMich.693.9 (II d.C.), τοῦ φρέατος PZilliac.6.29 (VI d.C.).
II subst. τὸ δ. dos tercios, dos terceras partes τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δ. αἰνῶ A.Supp.1070, λίτρας ἑπτακαίδεκα καὶ δ. Plu.CG 17, op. τὸ τρίτον μέρος Nicom.Harm.10, Heras en Gal.13.549, op. τὸ τριτημόριον Gr.Nyss.Apoll.186.20
•ref. a la luna en cuarto creciente, que muestra dos tercios de su superficie, Ach.Tat.Intr.Arat.21, ἀρτάβας ἑκατὸν δ. cien artabas y dos tercios, PLugd.Bat.20.12.9 (III a.C.), cf. BGU 1230.17 (II a.C.), POxy.2974.14 (II d.C.), PCol.148.19 (IV d.C.)
•geom. τὸ περιληφθὲν σχῆμα ὑπὸ τῶν ἐπιφανειῶν τῶν κυλίνδρων ... δ. ἐστι τοῦ ὅλου κύβου la figura comprendida entre las superficies de los cilindros ... equivale a los dos tercios del cubo entero Archim.Eratosth.p.83.5, cf. Hero Metr.2.15
•esp. ref. al ángulo de dos tercios del ángulo recto, e.d., de 60 grados οὔσης γὰρ τῆς τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου γωνίας διμοίρου ὀρθῆς (sc. γωνίας) siendo el ángulo del triángulo equilátero igual a los dos tercios de un ángulo recto Euc.13.18, cf. Papp.178, Eutoc.in Circ.153, τοῦ σκαληνοῦ μίαν μὲν γωνίαν ὀρθὴν ἔχοντος, μίαν δὲ διμοίρου, τὴν δὲ καταλειπομένην τρίτου el triángulo escaleno tiene un ángulo recto, otro de dos tercios y el restante de un tercio Alcin.168.29, ἓξ γὰρ δίμοιρα ποιήσει τὰς τέσσαρας ὀρθάς pues seis (ángulos) con valor de dos tercios (del ángulo recto) hacen una suma de cuatro (ángulos) rectos Procl.in Euc.304.19
•métr. δ. ἔπους otro n. del tetrámetro dactílico acataléctico, Sch.Pi.O.5T., otro n. del adonio, Mar.Vict.116.3, 167.16
•n. de impuesto OROM 141.4 (II d.C.)
•numism. dos tercios de dracma, e.e. un tetraóbolo (quizá c. equiparación impl. c. la dracma corintia), Pl.Ax.366c.
German (Pape)
[Seite 631] doppelt getheilt, doppelt; Aesch. Spt. 832; vgl. Suppl. 1056; – τὸ δίμοιρον, eine halbe Drachme, = 5 Obolen, Plat. Ax. 366 c; ein halbes Pfund, Plut. C. Graech. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 adj. partagé entre deux ou en deux;
2 subst. τὸ δίμοιρον, à Rome demi-livre.
Étymologie: δίς, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
δίμοιρος: v.l. δίμορος 2 двойной (досл. двухчастный) (πάθη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δίμοιρος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ἢ εἰς δύο διῃρημένος· δίμοιρον, τό, τὸ ἥμισυ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1071. 2) ἡμίσεια δραχμή, Πλάτ. Ἀξ. 366C· ― ἐν Ρώμῃ, ἡμίσεια libra, Πλούτ. Γ. Γράκχ. 17. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 850, ὁ Herm. διώρθωσε δίμορα τέλεα (ἀντὶ δίμοιρα τέλεια) χάριν τοῦ μέτρου.
Greek Monotonic
δίμοιρος: -ον (δίς, μοῖρα), διαιρεμένος στα δύο, ήμισυς διπλός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δί-μοιρος, ον adj <bibl>Aesch.</bibl> [δίς, μοῖρα
divided in two, double, Aesch.