δαφοινεός
English (LSJ)
δαφοινεόν, = δαφοινός, εἷμα δαφοινεὸν αἵματι dark with blood, Il.18.538, cf. Hes.Sc.159.
Spanish (DGE)
(δᾰφοινεός) -όν
rojo, εἷμα ... δ. αἵματι Il.18.538, Hes.Sc.159.
German (Pape)
[Seite 525] Nebenform von δαφοινός, wie ἀδελφεός ἀδελφός; Homer einmal, Iliad. 18, 538 εἷμα δαφοινεὸν αἵματι φωτῶν, vgl. Scholl. Herodian.; Hes. Sc. 159.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 d'un rouge de sang, d'un rouge pourpre ; couvert de sang, sanglant;
2 d'un rouge fauve.
Étymologie: δα-, φοινός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαφοινεός -όν [δαφοινός] donker rood:. εἷμα... δαφοινεὸν αἵματι kleding die donkerrood is van het bloed Il. 18.538.
Russian (Dvoretsky)
δᾰφοινεός: и δᾰφοινός 2
1 обагренный (εἵμα αἵματι Hom., Hes.);
2 кровавый, окровавленный (πῆμα HH; Κῆρες Hes.; ἄγρα Pind.; ἀετός Aesch.);
3 кровавокрасный или рыжий (δέρμα λέοντος, θῶες Hom.; λεόντων ἴλα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δαφοινεός: -όν, = δαφοινός, ὃ ἴδε.
Greek Monotonic
δᾰφοινεός: -όν, βλ. δαφοινός.