(AM διαπερῶ, -άω) περνώ
1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα
2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω
3. εισχωρώ, διεισδύω
αρχ.
1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι
2. διέρχομαι
3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά
4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» — εξουσιάζω όλη τη Μολοσσία.