διαχαράσσω
English (LSJ)
Att. διαχαράττω, sever, divide, D.H.Dem.43 (Pass.); strip off, ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23; carve, give shape to, Plu. 2.636c (Pass.), cf. Ph.1.649 (Pass.); sharpen, τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b:—Med., scrape, S.Ichn.255:—Pass., πέτραις -κεχαραγμένοι τὰ σκέλη Agath.4.20.
Spanish (DGE)
(διαχᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
I c. διά ‘a través’
1 desgarrar ἐκ τοῦ αὐχένος τὸ δέρμα Agath.4.23.3, en v. pas. αἱ ... περίοδοι ... ἀφώνων καὶ ἡμιφώνων συμβολαῖς διαχαραττόμεναι los períodos, desgarrados por el encuentro de consonantes y semivocales D.H.Dem.43.9, c. ac. de rel. ταῖς πέτραις διακεχαραγμένοι τὰ σκέλη con las piernas desgarradas por las piedras Agath.4.20.2.
2 aguzar fig. τὸν ὀφθαλμόν Plu.2.974b.
II c. διά ‘de un lado a otro’
1 trazar τὴν εἰκόνα Eus.Onomast.p.2, τῷ ἄρτῳ τὸν σταυρόν A.Thom.A 50, cf. 18, τὰ θεμέλια τοῦ τείχους Io.Mal.Chron.M.97.313C
•fig. τοὺς τύπους τῆς ἀληθείας Epiph.Const.Ep.Arab. en Haer.78.4.2, en v. pas. διαχαρασσομένων (τῶν τύπων) ὕστερον ἐνδημιουργεῖσθαι τὸ ζῷον Plu.2.636c, cf. Ph.1.649.
2 escribir τὴν ἐπιστολήν Gr.Nyss.Ep.20.1, cf. Eus.HE 5.3.4, τὸ πρᾶγμα Basil.Ep.45.1, cf. Anon.Hier.Luc.2.106.
III en v. med. rasguear, tañer τίς ποτ' αὐτῷ δι[α] χαράσσεται βροτῶν ref. a una especie de lira, S.Fr.314.261.
German (Pape)
[Seite 613] zerschneiden, trennen, Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
graver, tracer en gravant.
Étymologie: διά, χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
διαχᾰράσσω: досл. расчерчивать, перен. обрисовывать (μορφούμενος καὶ διαχαρασσόμενος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω, χωρίζω, διαιρῶ, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 43· ἐκκόπτω, γλύτω, ἀναγλύφω, Πλούτ. 2. 636C.
Greek Monolingual
(AM διαχαράσσω, Α και -ττω)
μσν.- νεοελλ.
1. χωρίζω τα όρια, οροθετώ
2. διαγράφω, καθορίζω τρόπο ενέργειας
αρχ.
1. χωρίζω, διαιρώ
2. σκαλίζω, γλύφω, χαράζω βαθιά
3. γδέρνω
4. ορίζω, καθορίζω
5. γράφω.