διορία

English (LSJ)

v. διωρία.

Spanish (DGE)

v. 2 διωρία.

Greek Monolingual

η (AM διορία, Α και διωρία)
καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία
μσν.
κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α+ -ορία < -ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α+ -ωρία < -ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί όρος].