διχόρροπος

English (LSJ)

διχόρροπον, oscillating, γνώμη Trag.Adesp.341. Adv. διχορρόπως = waveringly, doubtfully, used only by A., and always with a neg., οὐ διχορρόπως or μὴ διχορρόπως Ag.349, 815, 1272, Supp.605, 982.

Spanish (DGE)

(δῐχόρροπος) -ον
1 vacilante γνώμη Trag.Adesp.341.
2 adv. διχορρόπως = con duda, con vacilación siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.A.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.A.815, καταγελωμένη ... οὐ διχορρόπως de Casandra, A.A.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ διχορρόπως A.Supp.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ διχορρόπως A.Supp.982.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. διχορρεπής.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόρροπος: -ον, ταλαντευόμενος, ἀμφιρρεπής, Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. διχορρόπως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.

Greek Monolingual

διχόρροπος, -ον (Α)
αμφίβολος, αμφίρροπος, αβέβαιος.

Greek Monotonic

δῐχόρροπος: -ον (ῥέπω), αμφιταλαντεύομενος, αναποφάσιστος, αμφίρροπος· Επίρρ. -πως, αμφίρροπα, αμφίβολα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

adj ῥέπω
oscillating: adv. διχορρόπως, waveringly, doubtfully, Aesch.

German (Pape)

sich auf beide Seiten hinneigend, schwankend; γνώμη B.A. p. 37.
• Adv. διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Aesch. Ag. 789; ἔδοξεν Suppl. 600, und öfter.