δουλοπρεπής

English (LSJ)

δουλοπρεπές, befitting a slave, servile, πόνος Hdt.1.126; opp. ἐλευθέριος, X.Mem. 2.8.4 (Comp.), cf. Pl.Grg. 485b,518a, etc.: Sup., Phld.Herc.1457.3. Adv. δουλοπρεπῶς, φθαρῆναι D.C.61.15, cf. Gal.17(2).146: Sup. δουλοπρεπέστατα Cratin.403.

Spanish (DGE)

-ές
1 servil πόνος Hdt.1.126, de ciertos oficios, Pl.Grg.518a, βίος Arist.VV 1251b13, δουλοπρεπὲς τὸ φαινόμενον aspecto servil Arist.Phgn.813a1, γένος Ph.1.499, κολακεία Ph.2.52, ἐκ δουλοπρεποῦς ἐπιτηδεύσεως D.C.52.8.5, cf. Luc.Nec.14, μικρὰ καὶ δουλοπρεπῆ φρονοῦντας Longin.9.3, φόβος Chrys.Sac.3.9.22, ῥήματα Cyr.Al.M.75.120A, op. ἐλευθεροπρεπής Pl.Alc.1.135c, op. ἐλευθέριος X.Mem.2.8.4, Pl.Grg.485b, cf. Phld.Vit.3B.
neutr. plu. como adv. δουλοπρεπέστατα = de la manera más servil posible Cratin.440
subst. τὸ δουλοπρεπές = el servilismo, la esclavitud Luc.Merc.Cond.22
ὁ δουλοπρεπής = el siervo Isid.Pel.Ep.M.78.508D.
2 adv. δουλοπρεπῶς = de manera servil κολακεύοντες Gal.17(2).146, φθαρῆναι D.C.61.15.3, cf. Gr.Nyss.V.Mos.144.21, Pall.V.Chrys.20.416
al modo de un esclavo, como haría un esclavo μὴ κατὰ γωνίαν θρυλείτω δ. Basil.Ep.51.2, cf. Epiph.Const.Hom.M.43.464A.

German (Pape)

[Seite 662] ές, einem Sklaven geziemend; πόνος Her. 1, 126; von knechtischer, niedriger Gesinnung, gemeinem Betragen; Plat. Gorg. 485 b; dem ἐλευθέριος entgegengesetzt, Xen. Mem. 2, 8, 4; καὶ κολακευτικός Luc. Necyom. 14. – Adv., δο υλοπρεπῶς, Dio Cass. 51, 15 u. A.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à des esclaves ; fig. servile, bas.
Étymologie: δοῦλος, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

δουλοπρεπής:
1 подобающий рабам, рабский (πόνος Her.; βίος Arst.);
2 перен. неблагородный, низкий, грубый, подлый Xen., Plat., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δουλοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς δοῦλον, ὅμοιος δούλῳ, δουλικός, πόνος Ἡρόδ. 1. 126· ἀντίθ. ἐλευθέριος, ὡς τὸ Λατ. servilis πρὸς τὸ liberalis, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 485Β, 518Α. - Ἐπίρρ. -πῶς, Δίων Κ. 61. 15· ὑπερθ. -έστατα, Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 104.

Greek Monolingual

-ές και δουλόπρεπος, -η, -ο (AM δουλοπρεπής, -ές)
1. αυτός που ταιριάζει σε δούλο, ευτελής, ταπεινός
2. (για πρόσ.) δουλόφρονας.

Greek Monotonic

δουλοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει σε δούλο, δουλικός, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

δουλο-πρεπής, ές adj πρέπω
befitting a slave, servile, Hdt., Xen., etc.

English (Woodhouse)

slavish