δραματουργία
English (LSJ)
ἡ, = δραματοποιία, Luc.Salt.68: metaph. of life, Sopat. ap.Stob.4.5.52, Max.Tyr.7.10; the action of a play, Str.1.2.27.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 representación dramática ἢ τραγικὴ δ. ἢ κωμικὴ γελωτοποιία Luc.Salt.68, σχήματα ... πρὸς τὴν δραματουργίαν Max.Tyr.1.10, de la comedia, M.Ant.11.6, τὴν τῆς ἐπιβουλῆς δραματουργίαν ... ἐκπληροῖν (sic) A.Io.74.8
•desenlace dramático τοσαύτην ... τὰ κατὰ τοῦτον (τὸν νεανίαν) δραματουργίαν εἴληχεν ref. a un mártir al ser condenado a muerte, Eus.MP 11.13, cf. Lib.Decl.49.82.
2 composición dramática ὅλῃ τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται del Faetonte de Eurípides, Str.1.2.27, τραγική Eus.HE 1.8.4
•de un oráculo en forma dialógica κατὰ τὴν Ἠσαΐου δραματουργίαν Gr.Naz.M.36.657C.
3 ficción, invención φωρατὴ ἡ τῆς μωρολογίας δ. Epiph.Const.Haer.26.3.2.
4 complot, maquinación δαίμονες ... ἐψευσμέναις δραματουργίαις τὰς γνώμας αὐτῶν παρατρέπουσι Tat.Orat.16.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, = δραματοποιΐα; Luc. salt. 68 u. Sp.; auch übertr., τοῦ βίου, Sopat. bei Stob. Floril. 46, 52.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
composition ou représentation d'une pièce de théâtre.
Étymologie: δραματουργός.
Russian (Dvoretsky)
δραματουργία: ἡ сочинение или постановка драматических произведений Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱμᾰτουργία: ἡ, = δραματοποιΐα, Λουκ. Ὀρχ. 68· μεταφ. ἐπὶ τῆς ζωῆς, Σώπατ. παρὰ Στοβ. 311. 39.
Greek Monolingual
η (Α δραματουργία)
1. δραματοποιία
2. δραματική διδασκαλία, θεατρική παράσταση.
Greek Monotonic
Middle Liddell
δρᾱμᾰτουργία, ἡ, n
dramatic work, a drama, Luc. [from δρᾱμᾰτουργός]