δυσσέβεια

English (LSJ)

ἡ, impiety, ungodliness, πρὸς δυσσεβείας ἦν it verged on impiety, A.Ch.704; παντὸς ἔργου δ. S.Ant.301; a charge of impiety, τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην ib.924.—In Lyrics also δυσσεβία, A.Eu. 533; δυσσεβίη Nonn. D. 20.404.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -βία A.Eu.533, Orac.Sib.1.4; -βίη Orac.Sib.1.114, Nonn.D.20.404
• Morfología: [plu. dat. δυσσεβίῃσιν Orac.Sib.4.184]
1 impiedad rel. c. los dioses y c. los hombres δυσσεβείας ὕβρις τέκος A.l.c., cf. Aristid.Or.3.671, Nonn.l.c., πρὸς δυσσεβείας ἦν ἐμοὶ τόδ' ἐν φρεσίν A.Ch.704, παντὸς ἔργου δ. S.Ant.301, τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί S.El.1383, gen. exclamación τῆς δυσσεβείας E.Ba.263 (cj.), op. τὸ εὐσεβές E.Cyc.311, cf. S.Ant.924, ἐκ δυσσεβείας ὅσιον εἰ τίθημί νιν si le vuelvo piadoso a él que es impío E.Hel.1021, ἡ τῶν Λυκάονος παίδων δ. Apollod.3.8.2, ἀκαθαρσία καὶ δ. LXX 1Es.1.40, cf. 2Ma.8.33, I.AI 16.117, 17.237, Orac.Sib.13.144, εἰς αὐτοὺς ἀναφέρουσι τοὺς θεοὺς ... τὴν δυσσέβειαν Plu.Fr.46, φιλοχρημοσύνη ... πηγὴ δυσσεβίης la codicia es fuente de impiedad, Orac.Sib.8.24, cf. Ast.Am.Hom.3.10.3, frec. como sinón. de irreligión διὰ δυσσεβείας καὶ φιλαπεχθημοσύνης Clem.Al.Strom.3.5.40, ἡ τῶν Ἰουδαίων δ. καὶ παρανομία Const.App.5.14.20, c. rég. prep. ἡ εἰς τὸν κτίσαντα ἡμᾶς δ. la impiedad hacia nuestro creador I.BI 3.379, cf. Const.App.2.23.1, ἡ δ. κατὰ Θεὸν πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ Ath.Al.M.27.264C, αἱ κατ' αὐτοῦ ... δυσσέβειαι Eus.DE 2.3, cf. Didym.Eun.748B.
2 concr. conducta impía, acto impío ἐξουσίαν ... τηλικαύτῃ δυσσεβείᾳ περιποιημένον obteniendo el poder por medio de un método tan impío D.S.38-39.8, τῆς δὲ κατηγορούσης αὐτοῦ δυσσέβειαν reprochándole ésta (su madre) su fechoría Aesop.216.1, ἑνὸς ἀνδρὸς ἐφθειρόμεθα δυσσεβείᾳ ref. a Agamenón, Lib.Decl.5.16
plu. actos impíos, pecados ἵνα τῷ αἵματι αὐτοῦ καθαρίσῃ ἡμᾶς παλαιᾶς δυσσεβείας Ign.Tr.8, ὅσοι δ' ὑπὸ δυσσεβίῃσιν ἥμαρτον Orac.Sib.4.184.

German (Pape)

[Seite 688] ἡ, Gottlosigkeit, Soph. El. 1375 u. sonst bei Tragg.; δυσσάβειαν κτᾶσθαι, sich den Vorwurf der Gottlosigkeit zuziehen, Soph. Ant. 915.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 impiété;
2 réputation d'impiété.
Étymologie: δυσσεβής.

Russian (Dvoretsky)

δυσσέβεια:
1 нечестивость Trag.;
2 обвинение в нечестии: τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ᾽ ἐκτησάμην Soph. при (всем) своем благочестии я (Антигона) навлекла на себя обвинение в нечестии.

Greek (Liddell-Scott)

δυσσέβεια: ἡ, ἀσέβεια, ἀθεΐα, συχν. παρὰ Τραγ.· πρὸς δυσσεβείας ἦν, ἐπλησίαζεν εἰς ἀσέβειαν, Αἰσχύλ. Χο. 704· παντὸς ἔργου δ. Σοφ. Ἀντ. 301· κατηγορία ἀσεβείας, τὴν δ. εύσεβοῦσ’ ἐκτησάμην Σοφ. Ἀντ. 924. ― Παρὰ λυρικοῖς ὡσαύτως δυσσέβια, Αίσχύλ. Εὐμ. 534· -ίη Νόνν. Δ. 20. 404.

Greek Monolingual

δυσσέβεια, η (AM) (Α και δυσσεβία και ιων. δυσσεβίη)
1. ασέβεια
2. κατηγορία για ασέβεια.

Greek Monotonic

δυσσέβεια: ἡ,
1. ασέβεια, αθεΐα, ανευλάβεια, σε Τραγ.
2. κατηγορία ασέβειας, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσσέβεια, ἡ, [from δυσσεβής
1. impiety, ungodliness, Trag.
2. a charge of impiety, Soph.

Translations