ἀναγνεία
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ἡ, (ἁγνεύω) abominable wickedness, LXX 2 Ma.4.13.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, Verunreinigung durch Frevel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγνεία: ἡ, (ἁγνεύω) βδελυρὰ κακία, ἀνοσιότης, Ἑβδ. (Μακκ. Βʹ, δʹ, 13).
Greek Monolingual
ἀναγνεία, η (Α) ἁγνεία
έλλειψη αγνείας ή αγνότητας, ανοσιότητα, κακούργημα.
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet