(AM ἐγχειρῶ, -έω)νεοελλ.διενεργώ εγχείρησηαρχ.-μσν.1. βάζω το χέρι μου πάνω σε κάποιον ή κάτι2. επιχειρώαρχ.1. επιτίθεμαι2. αρχίζω θεραπεία.