εἰσέχω (Α)1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα»)3. είμαι κοίλος4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον(στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό.