εισδίδωμι

Greek Monolingual

εἰσδίδωμι (Α)
1. (για ποτάμια) εκβάλλω
2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα
3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση
4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο
5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου
6. πληροφορώ, ειδοποιώ
7. πληρώνω.