εισπήδηση
Greek Monolingual
η
1. αιφνίδια εισβολή
2. δόλια, αντικανονική κατάληψη αξιώματος
3. η τελευταία φάση της εμβολής (το ρεσάλτο), κατά την οποία οι ναύτες πηδούν στο κατάστρωμα του εχθρικού πλοίου μετά τον παράπλευρο πλου, την προσέγγιση και την αγκίστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εισπήδησις μαρτυρείται το 1894 από τον Εμμ. Δ. Ροΐδη στην εφημερίδα Άστυ].