εισπράττω
Greek Monolingual
(AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω)
1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα
2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει»)
3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα»)
4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα της κακίας μου», «εισπράττομαι ποινήν» — τιμωρούμαι
αρχ.
1. μέσ. συγκεντρώνω χρήματα για τον εαυτό μου
2. (παθ. για πρόσ.) πληρώνω χρήματα με απαίτηση άλλου
3. απαιτώ απάντηση
4. απονέμω.