επίχειρα

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

τα (AM ἐπίχειρα, τὰ
Α και ἐπίχειρον, τὸ)
η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα της κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται τἀπίχειρα»)
αρχ.
1. αμοιβή, πληρωμή για χειρωνακτική εργασία
2. ανταμοιβή («ἀρετῆς ἐπίχειρα»)
3. φρ. «ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα» — αφού πήρε την πληρωμή του σπαθιού, δηλ. αφού σφάχτηκε, Σοφ.)
4. εν. τὸ ἐπίχειρον
ο βραχίονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μη μαρτυρουμένου επιθ. επί + χειρος (< επί + χειρ)].