επίχειρα

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

τα (AM ἐπίχειρα, τὰ
Α και ἐπίχειρον, τὸ)
η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα της κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται τἀπίχειρα»)
αρχ.
1. αμοιβή, πληρωμή για χειρωνακτική εργασία
2. ανταμοιβή («ἀρετῆς ἐπίχειρα»)
3. φρ. «ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα» — αφού πήρε την πληρωμή του σπαθιού, δηλ. αφού σφάχτηκε, Σοφ.)
4. εν. τὸ ἐπίχειρον
ο βραχίονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του μη μαρτυρουμένου επιθ. επί + χειρος (< επί + χειρ)].