εκβιβάζω

Greek Monolingual

ἐκβιβάζω (AM)
εκτελώ δικαστική απόφαση
αρχ.
1. αναγκάζω κάτι που κινείται ν' αλλάξει την πορεία του, ιδίως εκτρέπω ποταμό από την κοίτη του
2. φέρνω κάτι στο τέρμα
3. παρασύρω
4. (για πλοίο) αποβιβάζω, ξεφορτώνω
5. αναγκάζω κάποιον να πάρει μέρος
6. εισπράττω
7. ικανοποιώ απαιτήσεις
8. διεξάγω δίκη ως δικηγόρος.