εκκεντρότητα

Greek Monolingual

η (Α ἐκκεντρότης)
η θέση έξω από το κέντρο, η απόσταση από το κέντρο
νεοελλ.
1. το γνώρισμα τών έκκεντρων κύκλων
2. φρ. «εκκεντρότητα έλλειψης» — ο λόγος της εστιακής απόστασης προς το μήκος του μεγάλου άξονα
αρχ.
η τάση για απομάκρυνση από το κέντρο.