εκμετάλλευση

Greek Monolingual

και εκμετάλλεψη, η
1. εξόρυξη μεταλλεύματος από μεταλλείο
2. εξόρυξη πετρωμάτων, πετρελαίου κ.λπ.
3. κάθε επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος από την παραγωγή και πώληση των προϊόντων («εκμετάλλευση δάσους»)
4. επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό δεσμό, ιδεολογία ή αίσθημαεκμετάλλευση της συγγένειας»)
5. επίτευξη κέρδους με αθέμιτα μέσα.