εκτάσσω

Greek Monolingual

ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.