ελάχιστος

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐλάχιστος, -η, -ον)
1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός
2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ' όλους, ο πιο ασήμαντος
3. (σε ευχές και προσευχές της χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον του θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο αμαρτωλός
4. φρ. το ελάχιστο(-ν) ή τουλάχιστον
α) στο κατώτερο δυνατό σημείο, στη μικρότερη δυνατή έκταση
β) (ως μόριο συγκαταβατικό) καν, ούτε καν («δεν ήρθε να μάς χαιρετήσει τουλάχιστον)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ελάχιστος
λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας τών ελαχιστιδών
2. το θηλ. ως ουσ. η ελαχίστη
γένος φαιοφυκοφύτων
3. το ουδ. ως ουσ. το ελάχιστο
η μικρότερη δυνατή ποσότητα ή το μικρότερο δυνατό μέγεθος.