ελαίωση

Greek Monolingual

η (Α ἐλαίωσις)
νεοελλ.
1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα
2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο του πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση του καιρού
αρχ.
1. θεραπεία με λάδι
2. (αλχημ.) μετατροπή της συστάσεως ενός σώματος σε ελαιώδη.