η (AM ἐμφύτευσις)η ενέργεια του εμφυτεύωνεοελλ.1. φύτευση2. παράχωση, σφήνωμα, μπήξιμοαρχ.-μσν.(νομ.) μακροχρόνια μίσθωση ξένου κτήματος με δικαίωμα φυτεύσεως.