μπήξιμο

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

το μπήγω
βίαιη εισαγωγή ενός αντικειμένου κάπου, χώσιμο, κάρφωμα, ορμητική είσδυση.