εναγής

Greek Monolingual

-ές (AM ἐναγής, -ές)
αυτός που ενέχεται σε άγος, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος
αρχ.
1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος
2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την περίπτωση απιστίας («τὸν ἐναγῇ φίλον μήποτ' ἐν αἰτίᾳ σὺν ἀφανεῖ λόγῳ σ' ἄτιμον βαλεῖν», Σοφ.)
επίρρ...
ἐναγῶς
ευσεβώς, με σεβασμό.