(AM ἐναπομένω)μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάστασημσν.1. υστερώ2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)αρχ.μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.