ενεργητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεργητικός, -ή, -όν)
1. γραμμ. αυτός που δηλώνει ενέργεια του υποκειμένου («ενεργητικά ρήματα», «ενεργητική φωνή, διάθεση»)
2. αυτός που έχει την ικανότητα να ενεργεί αποτελεσματικά, δραστήριος
νεοελλ.
1. (για φάρμακα, αφεψήματα κ.λπ.) εκείνος που διευκολύνει την κένωση του πεπτικού συστήματος
2. φρ. «ενεργητικό τετράπολο» — τετράπολο που περιέχει ένα ή περισσότερα ενεργητικά στοιχεία
3. το θηλ. ως ουσ. η ενεργητική
το κεφάλαιο της φυσικής που εξετάζει τις ανταλλαγές ενέργειας, στα φυσικά και χημικά φαινόμενα
4. το ουδ. ως ουσ. το ενεργητικό
α) το σύνολο τών αγαθών που κατέχει οικονομική μονάδα ή επιχείρηση ως μέσα λειτουργίας της
β) το σύνολο τών επιτυχών ενεργειών κάποιου
αρχ.
δραστικός, αποτελεσματικός.