εντάσσω

Greek Monolingual

(AM ἐντάσσω και ἐντάττω)
τοποθετώ κάτι ανάμεσα σε άλλα ή μέσα σε κάποιο σύνολο, εγγράφω, κατατάσσω («εντάσσονται εις το στράτευμα, εις τους εκλογικούς καταλόγους», «Ἡγήμων... ὅv τῇ ἀρχαίᾳ κωμῳδίᾳ τινὲς ἐντάσσουσι»)
αρχ.-μσν.
αναφέρω προφορικώς ή γραπτώς
αρχ.
αντιτάσσω.