ενυφαίνω

Greek Monolingual

(AM ἐνυφαίνω)
υφαίνω (κεντώ) κάτι μέσα σε μια υφαντική ύλη, παρεμβάλλω σχέδια, χρώματα κ.λπ. κατά την ύφανση («θώρηκα... ζῴων ἐνυφασμένον συχνῶν», Ηρόδ.)
μσν.
εισάγω, υποβάλλω («ἀπολογίαν ἐνυφαίνει τῷ συγγράμματι», Φώτιος)
αρχ.
1. υφαίνω σ' έναν τόπο
2. παρεμβάλλω κάτι για διακόσμηση, στολίζω, ποικίλλω.