η (AM ἐξάπλωσις) εξαπλώνωάπλωμα, ανάπτυξη, ξετύλιγμα, τέντωμαμσν.- νεοελλ.διάδοση («δυσκολεύει τη διάδοση της σοφίας», Σολωμ.)αρχ.ερμηνεία, διασάφηση, ανάπτυξη.