και ξάφνουεπίρρ.1. ξαφνικά, αναπάντεχα («μα 'ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι», Ερωτόκρ.)2. στη στιγμή, αμέσως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. εξαίφνης. Το ληκτικό -ου αναλογικά προς τα επίρρ. σε -ου (πρβλ. και άξαφνα-αξάφνου)].