κακορίζικος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
και κακορρίζικος -η, -ο (Μ κακορ(ρ)ίζικος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει κακό ριζικό, κακότυχος, άτυχος, δυστυχής
2. δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος
3. μάταιος («ω κακοριζικότατες ελπίδες τών ανθρώπω», Ερωφ.)
νεοελλ.
ελαττωματικός από τη γέννηση ή την κατασκευή του
μσν.
1. άθλιος, ελεεινός
2. κακός, καταραμένος.
επίρρ...
κακορίζικα
1. κακότυχα, άτυχα
2. δύστροπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + ριζικό].