εξεργάζομαι
Greek Monolingual
(AM ἐξεργάζομαι) εργάζομαι
κατεργάζομαι, δουλεύω καλά
αρχ.
1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», Ευρ.)
2. (για αγρό) καλλιεργώ
3. (για φυτά) περιποιούμαι
4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι
5. απόλ. πραγματεύομαι («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)
6. εκπληρώνω, κατορθώνω
(«τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)
7. προκαλώ («τάραχον ἐξεργάζεται», Ξεν.)
8. κατορθώνω ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», Πολ.)
9. καταστρέφω («κόρη Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, Ευρ.)
10. αδικώ, ζημιώνω.