η (AM ἐξεύρεσις) εξευρίσκωεπινόηση, ανακάλυψη («εξεύρεση λύσης»)νεοελλ.η εξοικονόμηση, ο προσπορισμός μετά από αναζήτηση («εξεύρεση λύσης»)αρχ.1. αναζήτηση2. εφεύρεση.