1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος»)2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών»)3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (< ομαλός)].