επεισφέρω
Greek Monolingual
ἐπεισφέρω (Α)
1. φέρνω επί πλέον ή μετά από άλλο («ἐπεισφέρειν κακοῦ κάκιον ἄλλο πῆμα», Αισχύλ.)
2. παρουσιάζω (ιδίως επιχειρήματα) («ἐπεισφέρειν λόγον», Αριστοφ.)
3. θάβω και άλλο νεκρό στον ίδιο τάφο
4. παρουσιάζω για υπεράσπισή μου («ἐπεισενεγκάμενος μαρτύρια», Θουκ.)
5. παθ. ἐπεισφέρομαι
ορμώ εναντίον κάποιου
6. συμβαίνω («τὸ αἰεὶ ἐπεισφερόμενον πρῆγμα», Ηρόδ.).